φεγγαρένιος

φεγγαρένιος
-α, -ο, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φεγγάρι, σεληνιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φεγγαρένιος, -ια, -ιο — ο φεγγαριάτικος, ο φεγγαρίσιος, αυτός που είναι του φεγγαριού, ο σεληνιακός: Φεγγαρένιο φως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγαρήσιος — α, ο, Ν φεγγαρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγάρι + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • φεγγαρίσιος, -ια, -ιο — αυτός που είναι του φεγγαριού, φεγγαριάτικος, φεγγαρένιος, σεληνιακός: Φεγγαρίσιο φως …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεγγαριάτικος — η, ο 1. ο φεγγαρίσιος, ο φεγγαρένιος, ο σεληνιακός: Φεγγαριάτικο φως. 2. αυτός που σεληνιάζεται, που πάσχει από σεληνιασμό (επιληψία), που είναι επιληπτικός: Είναι φεγγαριάτικος κι όταν φεγγαριάζεται σπαρταράει σαν τo ψάρι. 3. μτφ., ο ιδιότροπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”